- εφελκούμαι
- ἐφελκοῡμαι, -όομαι (Α)εκδηλώνομαι, ξεσπώ σε πληγή, σε έλκος, γίνομαι ελκώδης («οἱ πυρετοί, ἐν οἷσιν ἐφελκοῡται χείλεα», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκοῡμαι (< ἕλκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφέλκωσις — ἐφέλκωσις, ἡ (Α) [εφελκούμαι] ο σχηματισμός έλκους, πληγής … Dictionary of Greek